- αντιβγαίνω
- (αόρ. αντιβγήκα) αμετ.1) противоречить, возражать; 2) состязаться, соревноваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιβγαίνω — 1. εναντιώνομαι σε κάποιον 2. ανταγωνίζομαι με κάποιον … Dictionary of Greek
αντιβγαίνω — ήκα, αντιμετωπίζω, ανταγωνίζομαι: Αυτός ο άνθρωπος σ όλα μου αντιβγαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)